- οψεβαδιστικά
- ταζωολ. κατηγορία πτηνών τών οποίων οι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά τους μέχρις ότου γίνουν ικανοί να πετάξουν, σε αντιδιαστολή με τα ευθυβαδιστικά, τών οποίων οι νεοσσοί μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη ακολουθώντας τους γονείς τους για αναζήτηση τροφής.
Dictionary of Greek. 2013.